ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλέκτρινος — η, ο (Α ἠλέκτρινος και δωρ. ἀλέκτρινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ήλεκτρο αρχ. ο όμοιος με ήλεκτρο, αυτός που λάμπει σαν το ήλεκτρο, λαμπερός, κεχριμπαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
Θαλής ο Μιλήσιος — (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος και μαθηματικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ή της σχολής της Μιλήτου, διότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της γενικής αρχής όλων των πραγμάτων, που για τον ίδιο ήταν το υγρό στοιχείο. Ως… … Dictionary of Greek
άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… … Dictionary of Greek
ηλεκτριανός — ἠλεκτριανός, ό (Μ) (ενν. λίθος) το ήλεκτρο, το κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ιανός (πρβλ. λεοντ ιανός, ταυρι ιανός)] … Dictionary of Greek
ηλεκτροειδής — ἠλεκτροειδής, ές (Α) αυτός που αναφέρεται στο ήλεκτρο, στο κεχριμπάρι, ή που μοιάζει με κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + ειδής (πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής)] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφαής — ἠλεκτροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφλοιογράφημα — το ιατρ. η γραφική παράσταση τής βιοηλεκτρικής δραστηριότητας τού εγκεφάλου η οποία λαμβάνεται με την τεχνική τής ηλεκτρο φλοιογραφίας και αποσκοπεί στην εντόπιση μιας επιληψιγενούς εστίας στον εγκεφαλικό φλοιό, για να επακολουθήσει η χειρουργική … Dictionary of Greek
ηλεκτροφόρος — α, ο (Μ ἠλεκτροφόρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει ηλεκτρισμό, ο αγωγός τού ηλεκτρισμού («ηλεκτροφόρο σύρμα») 2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροφόρα μηχανή») 3. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτροφόρο όργανο που επιτρέπει την παραγωγή μικρών… … Dictionary of Greek